Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορδύλειος
κορδύλη
κορδύλος
Κορέ
Κορέαι
κορεία
κορεία2
κόρειος
Κορειτήα
κορέννυμι
Κόρεσος
κορεστικῶς
κορεστός
κόρευμα
κορεύομαι
κορέω
κορέω2
κόρη
Κόρη
κόρηθρον
κόρημα
View word page
Κόρεσος
Coresus
ShortDef
Coresus
Debugging
Headword:
Κόρεσος
Headword (normalized):
κόρεσος
Headword (normalized/stripped):
κορεσος
IDX:
49867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49868
Key:
Data
{'content': 'Coresus'}