Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορδυβαλλῶδες
κορδύλειος
κορδύλη
κορδύλος
Κορέ
Κορέαι
κορεία
κορεία2
κόρειος
Κορειτήα
κορέννυμι
Κόρεσος
κορεστικῶς
κορεστός
κόρευμα
κορεύομαι
κορέω
κορέω2
κόρη
Κόρη
κόρηθρον
View word page
κορέννυμι
to sate, satiate, satisfy
ShortDef
to sate, satiate, satisfy
Debugging
Headword:
κορέννυμι
Headword (normalized):
κορέννυμι
Headword (normalized/stripped):
κορεννυμι
IDX:
49866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49867
Key:
Data
{'content': 'to sate, satiate, satisfy'}