Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορδακιστής
κόρδαξ
κορδυβαλλῶδες
κορδύλειος
κορδύλη
κορδύλος
Κορέ
Κορέαι
κορεία
κορεία2
κόρειος
Κορειτήα
κορέννυμι
Κόρεσος
κορεστικῶς
κορεστός
κόρευμα
κορεύομαι
κορέω
κορέω2
κόρη
View word page
κόρειος
of a maiden

ShortDef

of a maiden

Debugging

Headword:
κόρειος
Headword (normalized):
κόρειος
Headword (normalized/stripped):
κορειος
IDX:
49864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49865
Key:

Data

{'content': 'of a maiden'}