Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορδακισμός
κορδακιστής
κόρδαξ
κορδυβαλλῶδες
κορδύλειος
κορδύλη
κορδύλος
Κορέ
Κορέαι
κορεία
κορεία2
κόρειος
Κορειτήα
κορέννυμι
Κόρεσος
κορεστικῶς
κορεστός
κόρευμα
κορεύομαι
κορέω
κορέω2
View word page
κορεία2
maidenhood, ‘deflowering’
ShortDef
brushing: attendance
maidenhood, ‘deflowering’
Debugging
Headword:
κορεία2
Headword (normalized):
κορεία
Headword (normalized/stripped):
κορεια2
IDX:
49863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49864
Key:
Data
{'content': 'maidenhood, ‘deflowering’'}