Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορδάκισμα
κορδακισμός
κορδακιστής
κόρδαξ
κορδυβαλλῶδες
κορδύλειος
κορδύλη
κορδύλος
Κορέ
Κορέαι
κορεία
κορεία2
κόρειος
Κορειτήα
κορέννυμι
Κόρεσος
κορεστικῶς
κορεστός
κόρευμα
κορεύομαι
κορέω
View word page
κορεία
brushing: attendance

ShortDef

brushing: attendance
maidenhood, ‘deflowering’

Debugging

Headword:
κορεία
Headword (normalized):
κορεία
Headword (normalized/stripped):
κορεια
IDX:
49862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49863
Key:

Data

{'content': 'brushing: attendance'}