Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορδακίζω
κορδακικός
κορδάκισμα
κορδακισμός
κορδακιστής
κόρδαξ
κορδυβαλλῶδες
κορδύλειος
κορδύλη
κορδύλος
Κορέ
Κορέαι
κορεία
κορεία2
κόρειος
Κορειτήα
κορέννυμι
Κόρεσος
κορεστικῶς
κορεστός
κόρευμα
View word page
Κορέ
Korah

ShortDef

Korah

Debugging

Headword:
Κορέ
Headword (normalized):
κορέ
Headword (normalized/stripped):
κορε
IDX:
49860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49861
Key:

Data

{'content': 'Korah'}