Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοράσιον
κορασίς
κορασιώδης
Κορασσίαι
κορβᾶν
κορβανᾶς
κορδακίζω
κορδακικός
κορδάκισμα
κορδακισμός
κορδακιστής
κόρδαξ
κορδυβαλλῶδες
κορδύλειος
κορδύλη
κορδύλος
Κορέ
Κορέαι
κορεία
κορεία2
κόρειος
View word page
κορδακιστής
dancer of the κόρδαξ

ShortDef

dancer of the κόρδαξ

Debugging

Headword:
κορδακιστής
Headword (normalized):
κορδακιστής
Headword (normalized/stripped):
κορδακιστης
IDX:
49854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49855
Key:

Data

{'content': 'dancer of the κόρδαξ'}