Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόραξ
Κόραξ
κοραξός
κοράσιον
κορασίς
κορασιώδης
Κορασσίαι
κορβᾶν
κορβανᾶς
κορδακίζω
κορδακικός
κορδάκισμα
κορδακισμός
κορδακιστής
κόρδαξ
κορδυβαλλῶδες
κορδύλειος
κορδύλη
κορδύλος
Κορέ
Κορέαι
View word page
κορδακικός
like the dance κόρδαξ, tripping, running meter

ShortDef

like the dance κόρδαξ, tripping, running meter

Debugging

Headword:
κορδακικός
Headword (normalized):
κορδακικός
Headword (normalized/stripped):
κορδακικος
IDX:
49851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49852
Key:

Data

{'content': 'like the dance κόρδαξ, tripping, running meter'}