Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοράλλιον
κοραλλιοπλάστης
κόραξ
Κόραξ
κοραξός
κοράσιον
κορασίς
κορασιώδης
Κορασσίαι
κορβᾶν
κορβανᾶς
κορδακίζω
κορδακικός
κορδάκισμα
κορδακισμός
κορδακιστής
κόρδαξ
κορδυβαλλῶδες
κορδύλειος
κορδύλη
κορδύλος
View word page
κορβανᾶς
temple treasury
ShortDef
temple treasury
Debugging
Headword:
κορβανᾶς
Headword (normalized):
κορβανᾶς
Headword (normalized/stripped):
κορβανας
IDX:
49849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49850
Key:
Data
{'content': 'temple treasury'}