Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοραλλίζω
κοραλλικός
κοράλλιον
κοραλλιοπλάστης
κόραξ
Κόραξ
κοραξός
κοράσιον
κορασίς
κορασιώδης
Κορασσίαι
κορβᾶν
κορβανᾶς
κορδακίζω
κορδακικός
κορδάκισμα
κορδακισμός
κορδακιστής
κόρδαξ
κορδυβαλλῶδες
κορδύλειος
View word page
Κορασσίαι
Corassiae
ShortDef
Corassiae
Debugging
Headword:
Κορασσίαι
Headword (normalized):
κορασσίαι
Headword (normalized/stripped):
κορασσιαι
IDX:
49847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49848
Key:
Data
{'content': 'Corassiae'}