Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κόρακος
κορακόω
κοραλλίζω
κοραλλικός
κοράλλιον
κοραλλιοπλάστης
κόραξ
Κόραξ
κοραξός
κοράσιον
κορασίς
κορασιώδης
Κορασσίαι
κορβᾶν
κορβανᾶς
κορδακίζω
κορδακικός
κορδάκισμα
κορδακισμός
κορδακιστής
κόρδαξ
View word page
κορασίς
woman
ShortDef
woman
Debugging
Headword:
κορασίς
Headword (normalized):
κορασίς
Headword (normalized/stripped):
κορασις
IDX:
49845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49846
Key:
Data
{'content': 'woman'}