Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορακοειδής
Κόρακος
κορακόω
κοραλλίζω
κοραλλικός
κοράλλιον
κοραλλιοπλάστης
κόραξ
Κόραξ
κοραξός
κοράσιον
κορασίς
κορασιώδης
Κορασσίαι
κορβᾶν
κορβανᾶς
κορδακίζω
κορδακικός
κορδάκισμα
κορδακισμός
κορδακιστής
View word page
κοράσιον
a girl, maiden
ShortDef
a girl, maiden
Debugging
Headword:
κοράσιον
Headword (normalized):
κοράσιον
Headword (normalized/stripped):
κορασιον
IDX:
49844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49845
Key:
Data
{'content': 'a girl, maiden'}