Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορακῖνος
κοράκινος
κορακοειδής
Κόρακος
κορακόω
κοραλλίζω
κοραλλικός
κοράλλιον
κοραλλιοπλάστης
κόραξ
Κόραξ
κοραξός
κοράσιον
κορασίς
κορασιώδης
Κορασσίαι
κορβᾶν
κορβανᾶς
κορδακίζω
κορδακικός
κορδάκισμα
View word page
Κόραξ
Corax
ShortDef
carrion-crow
Corax
Debugging
Headword:
Κόραξ
Headword (normalized):
κόραξ
Headword (normalized/stripped):
κοραξ
IDX:
49842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49843
Key:
Data
{'content': 'Corax'}