Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορακιαί
κορακίας
κορακῖνος
κοράκινος
κορακοειδής
Κόρακος
κορακόω
κοραλλίζω
κοραλλικός
κοράλλιον
κοραλλιοπλάστης
κόραξ
Κόραξ
κοραξός
κοράσιον
κορασίς
κορασιώδης
Κορασσίαι
κορβᾶν
κορβανᾶς
κορδακίζω
View word page
κοραλλιοπλάστης
one who makes images of coral
ShortDef
one who makes images of coral
Debugging
Headword:
κοραλλιοπλάστης
Headword (normalized):
κοραλλιοπλάστης
Headword (normalized/stripped):
κοραλλιοπλαστης
IDX:
49840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49841
Key:
Data
{'content': 'one who makes images of coral'}