Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κοπώνιος
κόπωσις
κοραῖος
κορακεύς
κορακιαί
κορακίας
κορακῖνος
κοράκινος
κορακοειδής
Κόρακος
κορακόω
κοραλλίζω
κοραλλικός
κοράλλιον
κοραλλιοπλάστης
κόραξ
Κόραξ
κοραξός
κοράσιον
κορασίς
κορασιώδης
View word page
κορακόω
close, fasten up
ShortDef
close, fasten up
Debugging
Headword:
κορακόω
Headword (normalized):
κορακόω
Headword (normalized/stripped):
κορακοω
IDX:
49836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49837
Key:
Data
{'content': 'close, fasten up'}