Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπτουργία
κόπτρα
κόπτω
κοπώδης
Κοπώνιος
κόπωσις
κοραῖος
κορακεύς
κορακιαί
κορακίας
κορακῖνος
κοράκινος
κορακοειδής
Κόρακος
κορακόω
κοραλλίζω
κοραλλικός
κοράλλιον
κοραλλιοπλάστης
κόραξ
Κόραξ
View word page
κορακῖνος
a young raven; a fish

ShortDef

a young raven; a fish

Debugging

Headword:
κορακῖνος
Headword (normalized):
κορακῖνος
Headword (normalized/stripped):
κορακινος
IDX:
49832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49833
Key:

Data

{'content': 'a young raven; a fish'}