Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπτός
Κοπτός
κοπτούρα
κοπτουργία
κόπτρα
κόπτω
κοπώδης
Κοπώνιος
κόπωσις
κοραῖος
κορακεύς
κορακιαί
κορακίας
κορακῖνος
κοράκινος
κορακοειδής
Κόρακος
κορακόω
κοραλλίζω
κοραλλικός
κοράλλιον
View word page
κορακεύς
fish

ShortDef

fish

Debugging

Headword:
κορακεύς
Headword (normalized):
κορακεύς
Headword (normalized/stripped):
κορακευς
IDX:
49829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49830
Key:

Data

{'content': 'fish'}