Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοπτικός
κοπτός
Κοπτός
κοπτούρα
κοπτουργία
κόπτρα
κόπτω
κοπώδης
Κοπώνιος
κόπωσις
κοραῖος
κορακεύς
κορακιαί
κορακίας
κορακῖνος
κοράκινος
κορακοειδής
Κόρακος
κορακόω
κοραλλίζω
κοραλλικός
View word page
κοραῖος
of a maiden
ShortDef
of a maiden
Debugging
Headword:
κοραῖος
Headword (normalized):
κοραῖος
Headword (normalized/stripped):
κοραιος
IDX:
49828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49829
Key:
Data
{'content': 'of a maiden'}