Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπτήριον
κοπτικός
κοπτός
Κοπτός
κοπτούρα
κοπτουργία
κόπτρα
κόπτω
κοπώδης
Κοπώνιος
κόπωσις
κοραῖος
κορακεύς
κορακιαί
κορακίας
κορακῖνος
κοράκινος
κορακοειδής
Κόρακος
κορακόω
κοραλλίζω
View word page
κόπωσις
weariness

ShortDef

weariness

Debugging

Headword:
κόπωσις
Headword (normalized):
κόπωσις
Headword (normalized/stripped):
κοπωσις
IDX:
49827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49828
Key:

Data

{'content': 'weariness'}