Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπτάριον
κοπτέον
κοπτήριον
κοπτικός
κοπτός
Κοπτός
κοπτούρα
κοπτουργία
κόπτρα
κόπτω
κοπώδης
Κοπώνιος
κόπωσις
κοραῖος
κορακεύς
κορακιαί
κορακίας
κορακῖνος
κοράκινος
κορακοειδής
Κόρακος
View word page
κοπώδης
wearying, wearing

ShortDef

wearying, wearing

Debugging

Headword:
κοπώδης
Headword (normalized):
κοπώδης
Headword (normalized/stripped):
κοπωδης
IDX:
49825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49826
Key:

Data

{'content': 'wearying, wearing'}