Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
κοπτήριον
κοπτικός
κοπτός
Κοπτός
κοπτούρα
κοπτουργία
κόπτρα
κόπτω
κοπώδης
Κοπώνιος
κόπωσις
κοραῖος
κορακεύς
κορακιαί
κορακίας
κορακῖνος
κοράκινος
κορακοειδής
View word page
κόπτω
to strike, smite, knock down

ShortDef

to strike, smite, knock down

Debugging

Headword:
κόπτω
Headword (normalized):
κόπτω
Headword (normalized/stripped):
κοπτω
IDX:
49824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49825
Key:

Data

{'content': 'to strike, smite, knock down'}