Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
κοπτήριον
κοπτικός
κοπτός
Κοπτός
κοπτούρα
κοπτουργία
κόπτρα
κόπτω
κοπώδης
Κοπώνιος
κόπωσις
κοραῖος
κορακεύς
κορακιαί
κορακίας
κορακῖνος
κοράκινος
View word page
κόπτρα
wages for cutting
ShortDef
wages for cutting
Debugging
Headword:
κόπτρα
Headword (normalized):
κόπτρα
Headword (normalized/stripped):
κοπτρα
IDX:
49823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49824
Key:
Data
{'content': 'wages for cutting'}