Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
κοπτήριον
κοπτικός
κοπτός
Κοπτός
κοπτούρα
κοπτουργία
κόπτρα
κόπτω
κοπώδης
Κοπώνιος
κόπωσις
κοραῖος
κορακεύς
κορακιαί
κορακίας
κορακῖνος
View word page
κοπτουργία
making of κοπταί

ShortDef

making of κοπταί

Debugging

Headword:
κοπτουργία
Headword (normalized):
κοπτουργία
Headword (normalized/stripped):
κοπτουργια
IDX:
49822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49823
Key:

Data

{'content': 'making of κοπταί'}