Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπρόω
κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
κοπτήριον
κοπτικός
κοπτός
Κοπτός
κοπτούρα
κοπτουργία
κόπτρα
κόπτω
κοπώδης
Κοπώνιος
κόπωσις
κοραῖος
κορακεύς
κορακιαί
κορακίας
View word page
κοπτούρα
mortar

ShortDef

mortar

Debugging

Headword:
κοπτούρα
Headword (normalized):
κοπτούρα
Headword (normalized/stripped):
κοπτουρα
IDX:
49821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49822
Key:

Data

{'content': 'mortar'}