Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπροφόρος
κοπρόω
κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
κοπτήριον
κοπτικός
κοπτός
Κοπτός
κοπτούρα
κοπτουργία
κόπτρα
κόπτω
κοπώδης
Κοπώνιος
κόπωσις
κοραῖος
κορακεύς
κορακιαί
View word page
Κοπτός
Coptos

ShortDef

chopped small
Coptos

Debugging

Headword:
Κοπτός
Headword (normalized):
κοπτός
Headword (normalized/stripped):
κοπτος
IDX:
49820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49821
Key:

Data

{'content': 'Coptos'}