Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρόω
κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
κοπτήριον
κοπτικός
κοπτός
Κοπτός
κοπτούρα
κοπτουργία
κόπτρα
κόπτω
κοπώδης
Κοπώνιος
κόπωσις
κοραῖος
κορακεύς
View word page
κοπτός
chopped small
ShortDef
chopped small
Coptos
Debugging
Headword:
κοπτός
Headword (normalized):
κοπτός
Headword (normalized/stripped):
κοπτος
IDX:
49819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49820
Key:
Data
{'content': 'chopped small'}