Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοπροφορά
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρόω
κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
κοπτήριον
κοπτικός
κοπτός
Κοπτός
κοπτούρα
κοπτουργία
κόπτρα
κόπτω
κοπώδης
Κοπώνιος
κόπωσις
κοραῖος
View word page
κοπτικός
murderous
ShortDef
murderous
Debugging
Headword:
κοπτικός
Headword (normalized):
κοπτικός
Headword (normalized/stripped):
κοπτικος
IDX:
49818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49819
Key:
Data
{'content': 'murderous'}