Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρόω
κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
κοπτήριον
κοπτικός
κοπτός
Κοπτός
κοπτούρα
κοπτουργία
κόπτρα
κόπτω
κοπώδης
Κοπώνιος
κόπωσις
View word page
κοπτήριον
place where grain was beaten out

ShortDef

place where grain was beaten out

Debugging

Headword:
κοπτήριον
Headword (normalized):
κοπτήριον
Headword (normalized/stripped):
κοπτηριον
IDX:
49817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49818
Key:

Data

{'content': 'place where grain was beaten out'}