Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοπροσύνη
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρόω
κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
κοπτήριον
κοπτικός
κοπτός
Κοπτός
κοπτούρα
κοπτουργία
κόπτρα
κόπτω
κοπώδης
View word page
κοπτάριον
lozenge
ShortDef
lozenge
Debugging
Headword:
κοπτάριον
Headword (normalized):
κοπτάριον
Headword (normalized/stripped):
κοπταριον
IDX:
49815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49816
Key:
Data
{'content': 'lozenge'}