Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόπρος
κοπροσύνη
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρόω
κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
κοπτήριον
κοπτικός
κοπτός
Κοπτός
κοπτούρα
κοπτουργία
κόπτρα
κόπτω
View word page
κόπρωσις
dunging, manuring

ShortDef

dunging, manuring

Debugging

Headword:
κόπρωσις
Headword (normalized):
κόπρωσις
Headword (normalized/stripped):
κοπρωσις
IDX:
49814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49815
Key:

Data

{'content': 'dunging, manuring'}