Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρόω
κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
κοπτήριον
κοπτικός
κοπτός
Κοπτός
κοπτούρα
κοπτουργία
κόπτρα
View word page
κοπρών
a place for dung, privy

ShortDef

a place for dung, privy

Debugging

Headword:
κοπρών
Headword (normalized):
κοπρών
Headword (normalized/stripped):
κοπρων
IDX:
49813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49814
Key:

Data

{'content': 'a place for dung, privy'}