Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρόω
κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
κοπτήριον
κοπτικός
κοπτός
Κοπτός
κοπτούρα
κοπτουργία
View word page
κοπρώδης
like dung
ShortDef
like dung
Debugging
Headword:
κοπρώδης
Headword (normalized):
κοπρώδης
Headword (normalized/stripped):
κοπρωδης
IDX:
49812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49813
Key:
Data
{'content': 'like dung'}