Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρόω
κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
κοπτήριον
κοπτικός
κοπτός
Κοπτός
κοπτούρα
View word page
κοπρόω
befoul with dung
ShortDef
befoul with dung
Debugging
Headword:
κοπρόω
Headword (normalized):
κοπρόω
Headword (normalized/stripped):
κοπροω
IDX:
49811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49812
Key:
Data
{'content': 'befoul with dung'}