Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοπρολόγος
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρόω
κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
κοπτήριον
κοπτικός
κοπτός
Κοπτός
View word page
κοπροφόρος
carrying dung
ShortDef
carrying dung
Debugging
Headword:
κοπροφόρος
Headword (normalized):
κοπροφόρος
Headword (normalized/stripped):
κοπροφορος
IDX:
49810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49811
Key:
Data
{'content': 'carrying dung'}