Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπρολογέω
κοπρολόγος
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρόω
κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
κοπτήριον
κοπτικός
κοπτός
View word page
κοπροφορέω
to cover with dung

ShortDef

to cover with dung

Debugging

Headword:
κοπροφορέω
Headword (normalized):
κοπροφορέω
Headword (normalized/stripped):
κοπροφορεω
IDX:
49809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49810
Key:

Data

{'content': 'to cover with dung'}