Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοπροθέσιον
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρόω
κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
κοπτήριον
κοπτικός
View word page
κοπροφορά
load of dung
ShortDef
load of dung
Debugging
Headword:
κοπροφορά
Headword (normalized):
κοπροφορά
Headword (normalized/stripped):
κοπροφορα
IDX:
49808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49809
Key:
Data
{'content': 'load of dung'}