Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρόω
κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
κοπτήριον
View word page
κοπροφάγος
dung-eating

ShortDef

dung-eating

Debugging

Headword:
κοπροφάγος
Headword (normalized):
κοπροφάγος
Headword (normalized/stripped):
κοπροφαγος
IDX:
49807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49808
Key:

Data

{'content': 'dung-eating'}