Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρόω
κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
κοπτέον
View word page
κοπροφαγέω
eat dung

ShortDef

eat dung

Debugging

Headword:
κοπροφαγέω
Headword (normalized):
κοπροφαγέω
Headword (normalized/stripped):
κοπροφαγεω
IDX:
49806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49807
Key:

Data

{'content': 'eat dung'}