Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρόω
κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
κοπτάριον
View word page
κοπροσύνη
manuring

ShortDef

manuring

Debugging

Headword:
κοπροσύνη
Headword (normalized):
κοπροσύνη
Headword (normalized/stripped):
κοπροσυνη
IDX:
49805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49806
Key:

Data

{'content': 'manuring'}