Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπριώδης
κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρόω
κοπρώδης
κοπρών
κόπρωσις
View word page
κόπρος
dung, ordure, manure

ShortDef

dung, ordure, manure

Debugging

Headword:
κόπρος
Headword (normalized):
κόπρος
Headword (normalized/stripped):
κοπρος
IDX:
49804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49805
Key:

Data

{'content': 'dung, ordure, manure'}