Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κόπριος
κόπρισις
κοπριώδης
κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
κοπροφόρος
κοπρόω
κοπρώδης
View word page
κοπροποιέω
preparemanure

ShortDef

preparemanure

Debugging

Headword:
κοπροποιέω
Headword (normalized):
κοπροποιέω
Headword (normalized/stripped):
κοπροποιεω
IDX:
49802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49803
Key:

Data

{'content': 'preparemanure'}