Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόπρινος
κόπριον
Κόπριος
κόπρισις
κοπριώδης
κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
κοπροφόρος
View word page
κοπρολόγος
a dung-gatherer, a dirty fellow
ShortDef
a dung-gatherer, a dirty fellow
Debugging
Headword:
κοπρολόγος
Headword (normalized):
κοπρολόγος
Headword (normalized/stripped):
κοπρολογος
IDX:
49800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49801
Key:
Data
{'content': 'a dung-gatherer, a dirty fellow'}