Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπριήμετος
κόπρινος
κόπριον
Κόπριος
κόπρισις
κοπριώδης
κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
κοπροφορέω
View word page
κοπρολογέω
collect dung

ShortDef

collect dung

Debugging

Headword:
κοπρολογέω
Headword (normalized):
κοπρολογέω
Headword (normalized/stripped):
κοπρολογεω
IDX:
49799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49800
Key:

Data

{'content': 'collect dung'}