Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπρίζω
κοπριήμετος
κόπρινος
κόπριον
Κόπριος
κόπρισις
κοπριώδης
κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
κοπροφορά
View word page
κοπροθέσιον
place where dung is put

ShortDef

place where dung is put

Debugging

Headword:
κοπροθέσιον
Headword (normalized):
κοπροθέσιον
Headword (normalized/stripped):
κοπροθεσιον
IDX:
49798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49799
Key:

Data

{'content': 'place where dung is put'}