Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπρίας
κοπρίζω
κοπριήμετος
κόπρινος
κόπριον
Κόπριος
κόπρισις
κοπριώδης
κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροφαγέω
κοπροφάγος
View word page
κοπροδοχεῖον
cesspool

ShortDef

cesspool

Debugging

Headword:
κοπροδοχεῖον
Headword (normalized):
κοπροδοχεῖον
Headword (normalized/stripped):
κοπροδοχειον
IDX:
49797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49798
Key:

Data

{'content': 'cesspool'}