Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπριακός
κοπρίας
κοπρίζω
κοπριήμετος
κόπρινος
κόπριον
Κόπριος
κόπρισις
κοπριώδης
κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
κοπροφαγέω
View word page
κοπροβόλος
for spreading dung

ShortDef

for spreading dung

Debugging

Headword:
κοπροβόλος
Headword (normalized):
κοπροβόλος
Headword (normalized/stripped):
κοπροβολος
IDX:
49796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49797
Key:

Data

{'content': 'for spreading dung'}