Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοπριαίρετος
κοπριακός
κοπρίας
κοπρίζω
κοπριήμετος
κόπρινος
κόπριον
Κόπριος
κόπρισις
κοπριώδης
κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
κοπροσύνη
View word page
κοπροβολεῖον
dunghill
ShortDef
dunghill
Debugging
Headword:
κοπροβολεῖον
Headword (normalized):
κοπροβολεῖον
Headword (normalized/stripped):
κοπροβολειον
IDX:
49795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49796
Key:
Data
{'content': 'dunghill'}