Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπρία
κοπριαίρετος
κοπριακός
κοπρίας
κοπρίζω
κοπριήμετος
κόπρινος
κόπριον
Κόπριος
κόπρισις
κοπριώδης
κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
κόπρος
View word page
κοπριώδης
full of dung

ShortDef

full of dung

Debugging

Headword:
κοπριώδης
Headword (normalized):
κοπριώδης
Headword (normalized/stripped):
κοπριωδης
IDX:
49794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49795
Key:

Data

{'content': 'full of dung'}