Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοπρηγός
κοπρία
κοπριαίρετος
κοπριακός
κοπρίας
κοπρίζω
κοπριήμετος
κόπρινος
κόπριον
Κόπριος
κόπρισις
κοπριώδης
κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κοπροξύστης
κοπροποιέω
κοπροποιός
View word page
κόπρισις
dunging, manuring
ShortDef
dunging, manuring
Debugging
Headword:
κόπρισις
Headword (normalized):
κόπρισις
Headword (normalized/stripped):
κοπρισις
IDX:
49793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49794
Key:
Data
{'content': 'dunging, manuring'}