Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοπρηγέω
κοπρηγία
κοπρηγός
κοπρία
κοπριαίρετος
κοπριακός
κοπρίας
κοπρίζω
κοπριήμετος
κόπρινος
κόπριον
Κόπριος
κόπρισις
κοπριώδης
κοπροβολεῖον
κοπροβόλος
κοπροδοχεῖον
κοπροθέσιον
κοπρολογέω
κοπρολόγος
κοπροξύστης
View word page
κόπριον
dirt, filth

ShortDef

dirt, filth

Debugging

Headword:
κόπριον
Headword (normalized):
κόπριον
Headword (normalized/stripped):
κοπριον
IDX:
49791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49792
Key:

Data

{'content': 'dirt, filth'}